- ταριχέμπορος
- τᾰρῑχ-έμπορος, ὁ,A dealer in salt fish, D.L.4.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταριχέμπορος — dealer in salt fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταριχέμπορος — ον, ΜΑ έμπορος παστών ψαριών, ταριχοπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + ἔμπορος] … Dictionary of Greek
ταριχέμπορον — ταριχέμπορος dealer in salt fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)